στρατούλα

στρατούλα
η, Ν [στράτα]
1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι
2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα
3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρατούλα — η τα πρώτα βήματα των μικρών παιδιών: Έλα, μικρό μου, να κάνουμε στρατούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… …   Dictionary of Greek

  • στρατουλίζω — Ν [στρατούλα] (για νήπια) αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα …   Dictionary of Greek

  • στρατούλισμα — το, Ν [στρατουλίζω] (για νήπιο) στρατούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”